Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

3. Αλαδανιά ή λαδανιά ή αγκίσαρος ή κουνούκλα

Cistus creticus spp. creticus
Οδύσσεια του Καζαντζάκη
ΑΠΟ ΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ Ε'
Ν' αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας
ν' ανθεί κι ο λάδανος να ιδρώνει
κι η πετροπέρδικα να φτερουγάει,
να κακαρίζει ο λόγγος!


Αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό, ενδημικό του ελληνικού χώρου που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη.
Είναι μικρός αειθαλής φρυγανώδης θάμνος, που ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές, σε φτωχά ξηρικά και ασβεστώδη εδάφη και σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες. Ο βλαστός και τα φύλλα του παράγουν βαλσαμώδες ρητινικό έκκριμα, γνωστό από τα παλιά χρόνια σαν αλάδανος ή λάδανο ή λάβδανο.
Ο μύθος και  ιστορικές αναφορές
Ο αλάδανος αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (το 500π.χ.)
Ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.), «πατέρας της φαρμακολογίας», ιατρός και βοτανολόγος του Ρωμαϊκού Στράτου, δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου συλλογής του λάβδανου, από τα γένια και τα πόδια των τράγων και των κατσικιών πάνω στα οποία κολλά, αλλά και με ένα εργαλείο με σχοινιά όπως γίνεται και σήμερα. Στο έργο του, Περί ύλης ιατρικής αναφέρει : "Ένιοι δε και σχοινία επισύρουσι τοις θάμνοις και το προπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν". Αυτή η περιγραφή του Διοσκουρίδη αποδεικνύει τον τρόπο συλλογής του λάβδανου εδώ και αιώνες με σχοινιά που τα σέρνουν πάνω στους θάμνους για να μαζέψουν το αρωματικό ρητινώδες υλικό που το αποξέουν και το αναπλάθουν, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα από τους κατοίκους του ορεινού χωριού Σίσσες Μυλοποτάμου Ρεθύμνης.

Ο Ρωμαίος ιατρός Celsus (25π.Χ. - 25μ.Χ.), αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης της αλαδανιάς, ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα.
Ο Αέτιος ο Αμιδηνός (από την πόλη Αμίδη της Μεσοποταμίας, αναφέρει ότι το λάδανον χρησιμοποιείται σαν πεσσός (υπόθετο) για σκληρούς όγκους στη μήτρα.
Ο Ορειβάσιος, διαπρεπής Βυζαντινός ιατρός, που έζησε τον 4ο αιώνα, παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχόπτωσης.
Ο Πέρσης ιατρός Αβικέννας, (η σημαντικότερη ίσως φυσιογνωμία της αραβικής ιατρικής που έζησε στην Περσία (980-1037 μ.χ.), ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία του σπλήνα.
Περιηγητές και βοτανολόγοι, όπως ο Pierre Belon (1517-1564) και ο Joseph Pitton de Tournefort, που πέρασαν από την Κρήτη, ακολουθώντας τα χνάρια των αρχαίων βοτανολόγων (Διοσκουρίδη), αναφέρθηκαν στο φυτό αλαδανιά και στον τρόπο συλλογής του με αναλυτικό τρόπο.
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
Οικογένεια :  Cistaceae
Γένος :  Cistus
Είδος :  creticus spp. Creticus
Η οικογένεια των Cistaceae (Κιστιδών) περιλαμβάνει 7 γένη και 160 περίπου είδη, φυτά των παραμεσογείων χωρών και της Αμερικής από τα οποία αυτοφυές στην Ελλάδα είναι το γένος Cistus με 5 αυτοφυή είδη. Αυτά ζουν σε ξηρές περιοχές και καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις οι οποίες ονομάζονται κιστώνες. Είναι φυτά ποώδη, θάμνοι πολύκλαδοι πάνω από ένα μέτρο ύψος, με φύλλα συνήθως κυματοειδή, απλά αδιαίρετα, αντίθετα η κατ' εναλλαγή με παράφυλλα, απλές τρίχες αστεροειδείς η σε δέσμες. Όλα τα είδη Cistus χαρακτηρίζονται σαν πυρόφυτα λόγω της ιδιότητας τους να διεγείρεται το φύτρωμα των σπερμάτων τους και να κατακυριεύουν εκτάσεις αμέσως μετά την πυρκαγιά. To φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σπέρματα τους καλύπτονται από μια αδιάβροχη μεμβράνη η οποία με την έκθεση τους σε υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, διαρρηγνύεται επιτρέποντας την απορρόφηση νερού και το φύτρωμα του σπόρου, ενώ χωρίς τη φωτιά η καταστροφή της μεμβράνης γίνεται με βραδύ ρυθμό με την επίδραση των μικροοργανισμών του εδάφους.
Έχουν άνθη είναι μεγάλα, λευκά, ρόδινο-μαβιά η ερυθρά, αρρενοθήλεα, ακτινωτά με τρία η και περισσότερα σέπαλα, πέντε η σπανίως τρία πέταλα, τα οποία γρήγορα αποσπώνται και δίνουν την εντύπωση απετάλων ανθέων. Οι στήμονες είναι πολλοί και φύονται από την ανθοδόχη. Καρπός, κάψα.
Τα αυτοφυή Ελληνικά είδη είναι :
Cistus creticus subsp. creticus L.










Cistus creticus subsp. eriocephalus L.









Cistus parviflorus L.











Cistus monspeliensis L.










Cistus salviifolius L.










Το φυτό Cistus creticus spp. Creticus (Κίστος ο Κρητικός), είναι ενδημικό του ελληνικού χώρου, που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά κυρίως στην Κρήτη όπου ανθεί από Μάρτιο - Ιούνιο. Η ρίζα του είναι πολύ σκληρή, ξυλώδης, λευκή εσωτερικά, κοκκινωπή εξωτερικά, με πολλά τριχοειδή ριζίδια. Οι βλαστοί του είναι τραχείς, διηρημένοι σε πολλούς κοκκινοπούς κλώνους οι πιο τρυφεροί από τους οποίους είναι τριχωτοί με χρώμα λευκοπράσινο. Τα φύλλα του φυτού είναι αντίθετα, ωολογχοειδή με κυματώδη κράσπεδα, τριχωτά, νευρώδη στην άνω επιφάνεια και γυρισμένα προς την βάση με χρώμα βαθυπράσινο. Τα άνθη είναι πορφυρά όμορφα σαν ρόδα φύονται δε στις κορυφές των τρυφερών κλώνων. Η στεφάνη του άνθους έχει πέντε πέταλα στρογγυλά, πλατιά και μακριά. Ο κάλυκας των ανθέων είναι διηρημένος σε πέντε ωοειδή σέπαλα καλυπτόμενα από μακριές αστεροειδείς τρίχες. Ο καρπός είναι ωοειδής κάψα, σκληρή, μελανή, γεμάτη από κόκκινα σπέρματα.
Aλάδανος ή λάβδανο
Το λάβδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού. Η ρητίνη αυτή έχει μεγάλη ιστορία.  Ο Διοσκουρίδης αναφέρει : «Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, ανα-στομωτικήν, ίστησι δε τας ρέουσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ' οίνου καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ' υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει, υποθυμιάται δε και προς δευτέρων εκβολάς και σκληρίας θεραπεύει τας εν μήτρα εν πεσσώ μιγέν, και ταις ανωδύνοις και βηχικάς και μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται κοιλίαν τε ίστησι συν οίνω παλαιώ ποθέν, έστι δε και αρνητικόν».
Από την πανάρχαια εποχή μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα χρησιμοποιούνταν και ως φαρμακευτική ουσία, (gummi ladanum), εναντίον των λοιμών της χολέρας, ως αρωματική ουσία για θυμιάσεις, αλλά και στην ταρίχευση των νεκρών.
Η συλλογή του λάβδανου γίνεται με τον εξής τρόπο: τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας με ένα είδος τσουγκράνας που τα δόντια της είναι από δέρμα, σβαρνίζουν ανάμεσα από τα φυτά. Το λάβδανο έχει χρώμα σκούρο καφετί, είναι αρωματικό και με πικρή γεύση και χρησιμοποιείται εκτός των άλλων για την παραγωγή αιθέριου ελαίου με διαπεραστικό άρωμα.
H συλλογή απαιτεί επίπονη εργασία και η ημερήσια απόδοση κυμαίνεται από 0.5-1Kg. To ποσό της ρητίνης το οποίο παράγεται στα φύλλα εκτός από την εποχιακή του διακύμανση ποικίλει και από περιοχή σε περιοχή λόγω περιβαντολλογικών η και γενετικών παραγόντων και κυμαίνεται από 1.5-15% ξηρού βάρους φύλλων. Oι ποσότητες που συλλέγονται εξάγονται στις Αραβικές κυρίως χώρες όπου χρησιμοποιούνται σαν θυμίαμα, αλλά και για την απολύμανση των εσωτερικών χώρων, όπως πιστεύεται.
Στο υποείδος eriocephalus το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάντα μικρότερο του 1% και το ποσοστό των αδενωδών τριχών πάνω στην επιφάνεια των φυτών είναι πολύ μικρότερο από ότι στο creticus. Tα φύλλα παρουσιάζουν έντονο εποχιακό διμορφισμό έχοντας μεγαλύτερη επιφάνεια τον Χειμώνα-Ανοιξη και μικρότερη Καλοκαίρι Φθινόπωρο. H αναβλάστηση παρατηρείται ένα μήνα μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές.
ΠΗΓΕΣ
1. Φραγκάκη Ε., Η δηµώδης Ιατρική της Κρήτης, Αθήνα 1978
2. Buia Α., Nyarady Α. et al. Botanica Agricola, II 347, Ed. Agro-Silvica, Bucuresti 1965
3. Καββάδα ∆., Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν σελ. 1934, Αθήνα 1956.
4. Γεννάδιος Π.Γ. Λεξικό Φυτολογικό, σελ. 512, Αθήνα 1914
5. Gunther R.T., “The Greek herbal of Dioscurides” Oxford, Oxford University Press p.701 1934
6. Tecoz Η., Reutter L., Vade Mecum. De Matiere Medicale p.205 1943
7. Polunin Ο., Flowers of Greece and the Balkans p.340 Oxford Press. 1980