Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

6. Στύρακας ο φαρμακευτικός

«Στύραξ δάκρυον εστί δένδρου ομοίου κυδωνιά…».  ....  
Διοσκουρίδης στο «Περί ύλης ιατρικής»

Επιστημονική ονομασία … Styrax officinalis
Κοινή ονομασία : Στύραξ ή αστύρακας, ή αστέρακας,  ή αγριοκυδωνιά, Αντίρακας, Στουρακιά , Σταυρακιά, Λαγομηλιά,

Ο μύθος
Δεν μας πέφτει λόγος βέβαια αλλά το παραμύθι το λέει … πως τούτο το φυτό είναι γέννημα της Κρήτης και πως  μεταφυτεύθηκε λέει για πρώτη φορά κάπου στη Βοιωτία κοντά στη λίμνη της Κωπαΐδας από τον σοφό και δίκαιο … κρητικό ήρωα Ροδάμανθυ γιό του Δία και της Ευρώπης, όταν κυνηγημένος από τον  ζηλόφθονο αδελφό του βασιλιά Μίνωα βρέθηκε στην περιοχή όπου και αγάπησε  την χήρα Αλκμήνη … πρώην σύζυγο του τον Αμφιτρύωνα και μητέρα του μεγαλύτερου ήρωα, του Ηρακλή… Πλάκα έχει η αρχαία ελληνική μυθολογία
Ανήκει στην οικογένεια των Στυρακωδών (Styracaceae)
σήμερα αυτοφύεται  σε πετρώδη, υγρά και κατά προτίμηση σκιερά μέρη, στη νότια Ευρώπη, την δυτική Ασία και την Αραβική Χερσόνησο – Παλαιστίνη.. 
Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο  το ύψος του οποίου φτάνει έως 2,50 μέτρα.
Τα φύλλα είναι πράσινα, χνουδωτά στο κάτω μέρος, ωοειδή ή προμήκη, στρογγυλε-μένα στην άκρη, Τα άνθη του (ερμαφρόδιτα) σε βότριες, λευκά, εύοσμα σε ποδίσκο 1-2 εκατοστών. Ο καρπός μικρός στρογγυλός με διάμετρο έως μισό εκατοστό, χρώματος καφέ, ο οποίος είναι σκεπασμένος με πράσινο περιτύλιγμα..
Από τομές του κορμού του δέντρου εκλύεται η ρητίνη Βενζόη Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη ρητίνη για την παρασκευή αρωμάτων, ως θυμίαμα αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς.
Με τους καρπούς τα παιδιά έφτιαχναν περιδέραια και οι καλόγεροι κομπολόγια. Οι βοσκοί με τα κλαδιά έκαναν τουπιά (τύπους) για το τυρί, επειδή οι κλάδοι είναι ευλύγιστοι και άθραυστοι.
Το θυμίαμα του Στύρακα χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Πηγές
Θ. Αραμπατζής : Δένδρα και θάμνοι στην Ελλάδα
Έλμουτ Μπάουμαν : Η ελληνική χλωρίδα στον μύθο, στην τέχνη στην Λογοτεχνία
Λάμπρου Π. Σπύρου : Τα φαρμακευτικά βότανα και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες
Άρθρο του Σάκη Κουβάτσου (Χειρουργός οδοντίατρος) στα Χανιώτικα Νέα
http://www.rodiaki.gr/article/82190/styrax-o-farmakeytikos
http://www.iama.gr/ethno/ypertasi_files/Ypertasi_Kandyli.pdf 



Νικ Παπ

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

5. Ίριδα η ονυχώδης


Iris unguicularis
Λουλούδι του έρωτα και του θανάτου.
Ο μύθος λέει πως η θεϊκή αγγελιαφόρος Ίρις συνόδευε τις ψυχές των κοινών θνητών στους τόπους της αιώνιας ειρήνης από την διαδρομή του ουράνιου τόξου (που έχει τα χρώματα του άνθους της ίριδας). Αυτοφυές φυτό, κυανά άνθη με ιώδεις, λευκές και κίτρινες αποχρώσεις. Ανθίζει πρόωρα και πριν από την άνοιξη.

Νικ Παπ

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

4. ανεμώνη η στεφανωτή


Ζωφόροι - Ανεμόμυλος

Anemone coronaria
Λουλούδι των ανέμων και των ρευμάτων, σύμβολο της απλότητας και του εφήμερου - εύθραυστου κάλλους και της μοναξιάς επίσης …

Ο μύθος
ένα αρχαίο παραμύθι λέει πως ο ερωτύλος  Άδωνης  αγαπητικός της Αφροδίτης, βγήκε για κυνήγι στο δάσος και εκεί τον παραφύλαξε μεταμορφωμένος σε άγριο κάπρο ο ζηλιάρης θεός Άρης πρώην  εραστής της Αφροδίτης, του επιτέθηκε ύπουλα και τον πλήγωσε θανάσιμα. Τα δάκρυα της Αφροδίτης ενώθηκαν με το αίμα του Άδωνη και γεννήθηκε το όμορφο λουλούδι των ανέμων και του καταχείμωνου….


…. άλλο παραμύθι λέει πως ήταν όμορφη Νύμφη, ακόλουθος της Χλωρίδας θεάς της βλάστησης, και πως έκανε το μοιραίο λάθος να ερωτευτεί τον άνεμο Ζέφυρο, σύζυγο της θεάς. Όταν η Χλωρίδα κατάλαβε τον έρωτα της Ανεμώνης, την έδιωξε, για να πεθάνει από τη θλίψη της. Η Αφροδίτη, την συμπόνεσε, την έκανε λουλούδι για να ξαναγυρίζει κάθε χρόνο στη ζωή μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
Οικογένεια :  Ranunculaceae 
Γένος :  Anemone
Είδος :  coronaria
Φύλλα βάσης μακρόμισχα, βαθειά σχισμένα παλαμοειδώς σε πολλούς στενούς λοβούς. Φύλλα υπανθίου σπονδύλου επιφυή, βαθειά σχισμένα σε στενούς λοβούς. Σέπαλα 5-7 σε κάθε άνθος, πλατειά αντωοειδή ή ελλειπτικά. Καρποφόριο και ανθήρες σε χρώμα βαθύ βιολετί, σχεδόν μαύρο. Σπάνια εμφανίζονται φυτά με σέπαλα στενά, περισσότερα από 20. Πρόκειται για διπλανθείς ποικιλίες (flore pleno). Το χρώμα των σεπάλων ποικίλει. Διακρίνονται οι εξής χρωματικές ποικιλίες:
α) var. Cyanea , με άνθη γαλάζια ή γαλάζιο – βιολετιά

β) var. rosea, με άνθη ρόδινα, σε διάφορες αποχρώσεις του ροζ
γ) var. Phoenicea., με άνθη κόκκινα

























δ) var. Alba, με άνθη λευκά, συχνά με μια ρόδινη απόχρωση στη βάση των σεπάλων.
Οι ποικιλίες αυτές άλλοτε απαντώνται σε αμιγείς πληθυσμούς και άλλοτε ανάμεικτες. Σπανιώτερα παρουσιάζονται και υβρίδια μεταξύ των ποικιλιών. Πολύ σπάνια απαντώνται φυτά με άνθη εντελώς λευκά και λευκούς ανθήρες.
Εξάπλωση: Απαντάται σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, με πιο πυκνές εμφανίσεις στη Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά.
Βιότοπος: Φυτρώνει σε θαμνώνες, φρυγανότοπους και χέρσα χωράφια χαμηλού υψομέτρου, μέχρι ύψους 800 μ. περίπου. 
Υπάρχουν 120 περίπου είδη ανεμώνης. Φύεται σε πολλά μέρη της γης, είτε ως αυτοφυής είτε ως καλλιεργούμενη, αλλά κυρίως αυτοφύεται στα λιβάδια των βόρειων και εύκρατων περιοχών. 
Οι ανεμώνες ξεχωρίζουν από τα άνθη τους που δεν έχουν πέταλα και την θέση των πετάλων έχουν πάρει τα σέπαλα, που είναι μεγάλα και έγχρωμα.Οι στήμονες είναι πολυάριθμοι ενώ οι καρποί είναι πολλά, μικρά αχαίνια, που βγαίνουν πάνω σε κοινό καρποφόριο, στη μέση του άνθους.Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του γένους είναι ο υπάνθιος σπόνδυλος, από τρία φύλλα. Ανάμεσα από αυτά τα τρία φύλλα βγαίνει ένας σχετικά μακρύς ανθικός ποδίσκος (σπάνια περισσότεροι), που στην κορυφή του υπάρχει το άνθος. Τα υπόλοιπα φύλλα βγαίνουν όλα στη βάση του φυτού και έχουν μακρούς μίσχους. Είναι παλαμόλοβα ή παλαμοσχιδή και εμφανίζονται πριν από την άνθηση. Το υπόγειο μέρος του φυτού είναι ένα μικρό ρίζωμα ή κόνδυλος που παραμένει ζωντανός κατά την ξερή περίοδο.
Άλλες ελληνικές ανεμώνες
1. Αnemone pavonina, Ανεμώνη η ταόμορφη
Φυτό παρόμοιο με το προηγούμενο αλλά φύλλα βάσης λιγότερο σχισμένα, με λοβούς πλατείς, οδοντωτούς στην άκρη, φύλλα υπανθίου σπονδύλου ακέραια, λογχοειδή ή με τρεις οδόντες στο άκρο τους και σέπαλα 7-13. 
Εξάπλωση: η A. Pavonina φυτρώνει σχεδόν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν υπάρχει στην Κρήτη και σε ορισμένα νησιά του νότου.
Βιότοπος: Φυτρώνει σε θαμνώνες, φρύγανα, χέρσα χωράφια και αραιά πευκοδάση, δε υψόμετρο από το επίπεδο της θάλασσας ως τα 900μ. περίπου.








2. Anemone hortensis ssp. Heldreichii. Ανεμώνη η κηπαία (ενδημικό της Κρήτης και της Καρπάθου)
Τα πρώτα φύλλα της βάσης είναι τρίλοβα, με λοβούς οδοντωτούς. Τα άλλα, είναι πεντάλοβα και οι λοβοί είναι στενοί, χωρισμένοι σε πολύ μυτερούς δευτερεύοντες λοβούς. Σέπαλα 12-19, στενά, λευκά ή σπάνια ανοιχτορόδινα. Φύλλα υπανθίου σπονδύλου μικρά, ακέραια, λογχοειδή. Ανθήρες και καρποφόρια μαύρα - βιολετιά.
Βιότοπος: Θαμνώνες, φρύγανα, χέρσα χωράφια και βοσκοτόπια, από χαμηλά μέχρι 1850μ. υψόμετρο.



3. Anemone blanda, Ανεμώνη η χαρίεσσα
Φύλλα βάσης μακρόμισχα, χωρισμένα σε τρία κύρια τμήματα, που το καθένα είναι επιφυές. Το κάθε τμήμα χωρίζεται σε δευτερεύοντες στενούς λοβούς. Τα φύλλα του υπανθίου σπονδύλου είναι έμμισχα, όμοια με τα φύλλα της βάσης αλλά μικρότερα. Οι ανθήρες είναι κίτρινοι. Σέπαλα 8-14, στενά, γαλάζια, ρόδινα ή λευκά. Το καρποφόριο γέρνει προς τα κάτω μετά την άνθηση.
Εξάπλωση: Είδος πλατειά εξαπλωμένο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από Β.Δ., στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και αλλού.
Βιότοπος: Ξέφωτα σε ελατοδάση, πευκοδάση και θαμνώνες, σπανιότερα σε φυλλοβόλα, σε υψόμετρο 300-2000μ.
4. Anemone apennina, Ανεμώνη των Απεννίνων
Είδος παρόμοιο με το προηγούμενο. Διαφέρει στα εξής χαρακτηριστικά: τα τρία κύρια τμήματα των φύλλων έχουν έναν μικρό μίσχο. Το καρποφόριο μετά την άνθηση παραμένει όρθιο. Τα άνθη είναι σχεδόν πάντα γαλάζιο-βιολετιά.
Εξάπλωση: Το είδος υπάρχει με βεβαιότητα κατά μήκος της Πίνδου, μέχρι τα Άγραφα και στα βουνά της Δ. Μακεδονίας.
Βιότοπος: Ξέφωτα δασών, ορεινά λιβάδια, παρυφές, δρόμων, σε υψόμετρο 500-1500 μ. περίπου.




5. Anemone nemorosa L. Ανεμώνη η δασόφιλη
Η κομψή αυτή ανεμώνη έχει λευκά ντελικάτα άνθη και έρπων ρίζωμα. Φύλλα βάσης 1-2, χωρισμένα σε τρία τμήματα, με μικρό μίσχο το καθένα. Τα τμήματα είναι χωρισμένα βαθειά, σε λοβούς οδοντωτούς. Τα άνθη είναι σχετικά μικρά, λευκά, συνήθως με μια ρόδινη απόχρωση εξωτερικά. Τα σέπαλα είναι συνήθως 6-7 και έχουν σχήμα ωοειδές. Οι ανθήρες είναι κίτρινοι. Προκαλεί φουσκάλες στο δέρμα και στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί ως συστατικό σε φάρμακα.
Εξάπλωση: Βουνά Μακεδονίας και Θράκης, μέχρι τον Κάτω Όλυμπο. Βιότοπος: Δάση φυλλοβόλων, από 700 έως 1800μ.

6. Anemone pulsatilla  Ανεμώνη Πουλσατίλη
 Είναι ένα ποώδες, πολυετές φυτό, ύψους 20cm με παράρριζα φύλλα τα οποία είναι μεταξώδη, ασημόχρωμα και μεγάλα, μεμονωμένα ιώδη άνθη διαμέτρου 7-10cm που έχουν 5-6 πεταλοειδή σέπαλα και χρυσαφένιους στήμονες την περίοδο της ανθοφορίας του.
Η Πουλσατίλη είναι μια εντυπωσιακή ανεμώνη, τριχωτή, μεταξώδης με φύλλα πτεροσχειδή που, τη συναντήσαμε στα 1000 μ. στη θέση "κρεβάτια" του Ολύμπου. Ανθοφορεί από Μάρτιο- Μάιο.
Είναι φυτό τοξικό και η επαφή στο δέρμα προκαλεί αλλεργική αντίδραση, ενώ όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν δηλητήριο. Κατά καιρούς του έχουν αποδοθεί θεραπευτικές ιδιότητες. ( Δ. Καββάδα).  Aπό την Ανεμώνη πουλσατίλη παρασκευάζεται ομοιοπαθητικό φάρμακο. 

ΠΗΓΕΣ
Καββάδα ∆., Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν σελ. 1934, Αθήνα 1956.
Περιοδικό Η ΦΥΣΗ τεύχος 92, Χειμώνας 2001  Γιώργος Σφήκας
Κηπόπουλος Λευτέρης – Αγριολούλουδα του Όλυμπου
Encyclopaedia Brittanica, 11th Edition - Scientific Library

Περιβάλλον με Οικολογία-   http://envifriends.blogspot.gr/

Νικ Παπ



Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

3. Αλαδανιά ή λαδανιά ή αγκίσαρος ή κουνούκλα

Cistus creticus spp. creticus
Οδύσσεια του Καζαντζάκη
ΑΠΟ ΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ Ε'
Ν' αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας
ν' ανθεί κι ο λάδανος να ιδρώνει
κι η πετροπέρδικα να φτερουγάει,
να κακαρίζει ο λόγγος!


Αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό, ενδημικό του ελληνικού χώρου που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη.
Είναι μικρός αειθαλής φρυγανώδης θάμνος, που ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές, σε φτωχά ξηρικά και ασβεστώδη εδάφη και σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες. Ο βλαστός και τα φύλλα του παράγουν βαλσαμώδες ρητινικό έκκριμα, γνωστό από τα παλιά χρόνια σαν αλάδανος ή λάδανο ή λάβδανο.
Ο μύθος και  ιστορικές αναφορές
Ο αλάδανος αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (το 500π.χ.)
Ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.), «πατέρας της φαρμακολογίας», ιατρός και βοτανολόγος του Ρωμαϊκού Στράτου, δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου συλλογής του λάβδανου, από τα γένια και τα πόδια των τράγων και των κατσικιών πάνω στα οποία κολλά, αλλά και με ένα εργαλείο με σχοινιά όπως γίνεται και σήμερα. Στο έργο του, Περί ύλης ιατρικής αναφέρει : "Ένιοι δε και σχοινία επισύρουσι τοις θάμνοις και το προπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν". Αυτή η περιγραφή του Διοσκουρίδη αποδεικνύει τον τρόπο συλλογής του λάβδανου εδώ και αιώνες με σχοινιά που τα σέρνουν πάνω στους θάμνους για να μαζέψουν το αρωματικό ρητινώδες υλικό που το αποξέουν και το αναπλάθουν, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα από τους κατοίκους του ορεινού χωριού Σίσσες Μυλοποτάμου Ρεθύμνης.

Ο Ρωμαίος ιατρός Celsus (25π.Χ. - 25μ.Χ.), αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης της αλαδανιάς, ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα.
Ο Αέτιος ο Αμιδηνός (από την πόλη Αμίδη της Μεσοποταμίας, αναφέρει ότι το λάδανον χρησιμοποιείται σαν πεσσός (υπόθετο) για σκληρούς όγκους στη μήτρα.
Ο Ορειβάσιος, διαπρεπής Βυζαντινός ιατρός, που έζησε τον 4ο αιώνα, παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχόπτωσης.
Ο Πέρσης ιατρός Αβικέννας, (η σημαντικότερη ίσως φυσιογνωμία της αραβικής ιατρικής που έζησε στην Περσία (980-1037 μ.χ.), ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία του σπλήνα.
Περιηγητές και βοτανολόγοι, όπως ο Pierre Belon (1517-1564) και ο Joseph Pitton de Tournefort, που πέρασαν από την Κρήτη, ακολουθώντας τα χνάρια των αρχαίων βοτανολόγων (Διοσκουρίδη), αναφέρθηκαν στο φυτό αλαδανιά και στον τρόπο συλλογής του με αναλυτικό τρόπο.
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
Οικογένεια :  Cistaceae
Γένος :  Cistus
Είδος :  creticus spp. Creticus
Η οικογένεια των Cistaceae (Κιστιδών) περιλαμβάνει 7 γένη και 160 περίπου είδη, φυτά των παραμεσογείων χωρών και της Αμερικής από τα οποία αυτοφυές στην Ελλάδα είναι το γένος Cistus με 5 αυτοφυή είδη. Αυτά ζουν σε ξηρές περιοχές και καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις οι οποίες ονομάζονται κιστώνες. Είναι φυτά ποώδη, θάμνοι πολύκλαδοι πάνω από ένα μέτρο ύψος, με φύλλα συνήθως κυματοειδή, απλά αδιαίρετα, αντίθετα η κατ' εναλλαγή με παράφυλλα, απλές τρίχες αστεροειδείς η σε δέσμες. Όλα τα είδη Cistus χαρακτηρίζονται σαν πυρόφυτα λόγω της ιδιότητας τους να διεγείρεται το φύτρωμα των σπερμάτων τους και να κατακυριεύουν εκτάσεις αμέσως μετά την πυρκαγιά. To φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σπέρματα τους καλύπτονται από μια αδιάβροχη μεμβράνη η οποία με την έκθεση τους σε υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, διαρρηγνύεται επιτρέποντας την απορρόφηση νερού και το φύτρωμα του σπόρου, ενώ χωρίς τη φωτιά η καταστροφή της μεμβράνης γίνεται με βραδύ ρυθμό με την επίδραση των μικροοργανισμών του εδάφους.
Έχουν άνθη είναι μεγάλα, λευκά, ρόδινο-μαβιά η ερυθρά, αρρενοθήλεα, ακτινωτά με τρία η και περισσότερα σέπαλα, πέντε η σπανίως τρία πέταλα, τα οποία γρήγορα αποσπώνται και δίνουν την εντύπωση απετάλων ανθέων. Οι στήμονες είναι πολλοί και φύονται από την ανθοδόχη. Καρπός, κάψα.
Τα αυτοφυή Ελληνικά είδη είναι :
Cistus creticus subsp. creticus L.










Cistus creticus subsp. eriocephalus L.









Cistus parviflorus L.











Cistus monspeliensis L.










Cistus salviifolius L.










Το φυτό Cistus creticus spp. Creticus (Κίστος ο Κρητικός), είναι ενδημικό του ελληνικού χώρου, που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά κυρίως στην Κρήτη όπου ανθεί από Μάρτιο - Ιούνιο. Η ρίζα του είναι πολύ σκληρή, ξυλώδης, λευκή εσωτερικά, κοκκινωπή εξωτερικά, με πολλά τριχοειδή ριζίδια. Οι βλαστοί του είναι τραχείς, διηρημένοι σε πολλούς κοκκινοπούς κλώνους οι πιο τρυφεροί από τους οποίους είναι τριχωτοί με χρώμα λευκοπράσινο. Τα φύλλα του φυτού είναι αντίθετα, ωολογχοειδή με κυματώδη κράσπεδα, τριχωτά, νευρώδη στην άνω επιφάνεια και γυρισμένα προς την βάση με χρώμα βαθυπράσινο. Τα άνθη είναι πορφυρά όμορφα σαν ρόδα φύονται δε στις κορυφές των τρυφερών κλώνων. Η στεφάνη του άνθους έχει πέντε πέταλα στρογγυλά, πλατιά και μακριά. Ο κάλυκας των ανθέων είναι διηρημένος σε πέντε ωοειδή σέπαλα καλυπτόμενα από μακριές αστεροειδείς τρίχες. Ο καρπός είναι ωοειδής κάψα, σκληρή, μελανή, γεμάτη από κόκκινα σπέρματα.
Aλάδανος ή λάβδανο
Το λάβδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού. Η ρητίνη αυτή έχει μεγάλη ιστορία.  Ο Διοσκουρίδης αναφέρει : «Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, ανα-στομωτικήν, ίστησι δε τας ρέουσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ' οίνου καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ' υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει, υποθυμιάται δε και προς δευτέρων εκβολάς και σκληρίας θεραπεύει τας εν μήτρα εν πεσσώ μιγέν, και ταις ανωδύνοις και βηχικάς και μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται κοιλίαν τε ίστησι συν οίνω παλαιώ ποθέν, έστι δε και αρνητικόν».
Από την πανάρχαια εποχή μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα χρησιμοποιούνταν και ως φαρμακευτική ουσία, (gummi ladanum), εναντίον των λοιμών της χολέρας, ως αρωματική ουσία για θυμιάσεις, αλλά και στην ταρίχευση των νεκρών.
Η συλλογή του λάβδανου γίνεται με τον εξής τρόπο: τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας με ένα είδος τσουγκράνας που τα δόντια της είναι από δέρμα, σβαρνίζουν ανάμεσα από τα φυτά. Το λάβδανο έχει χρώμα σκούρο καφετί, είναι αρωματικό και με πικρή γεύση και χρησιμοποιείται εκτός των άλλων για την παραγωγή αιθέριου ελαίου με διαπεραστικό άρωμα.
H συλλογή απαιτεί επίπονη εργασία και η ημερήσια απόδοση κυμαίνεται από 0.5-1Kg. To ποσό της ρητίνης το οποίο παράγεται στα φύλλα εκτός από την εποχιακή του διακύμανση ποικίλει και από περιοχή σε περιοχή λόγω περιβαντολλογικών η και γενετικών παραγόντων και κυμαίνεται από 1.5-15% ξηρού βάρους φύλλων. Oι ποσότητες που συλλέγονται εξάγονται στις Αραβικές κυρίως χώρες όπου χρησιμοποιούνται σαν θυμίαμα, αλλά και για την απολύμανση των εσωτερικών χώρων, όπως πιστεύεται.
Στο υποείδος eriocephalus το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάντα μικρότερο του 1% και το ποσοστό των αδενωδών τριχών πάνω στην επιφάνεια των φυτών είναι πολύ μικρότερο από ότι στο creticus. Tα φύλλα παρουσιάζουν έντονο εποχιακό διμορφισμό έχοντας μεγαλύτερη επιφάνεια τον Χειμώνα-Ανοιξη και μικρότερη Καλοκαίρι Φθινόπωρο. H αναβλάστηση παρατηρείται ένα μήνα μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές.
ΠΗΓΕΣ
1. Φραγκάκη Ε., Η δηµώδης Ιατρική της Κρήτης, Αθήνα 1978
2. Buia Α., Nyarady Α. et al. Botanica Agricola, II 347, Ed. Agro-Silvica, Bucuresti 1965
3. Καββάδα ∆., Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν σελ. 1934, Αθήνα 1956.
4. Γεννάδιος Π.Γ. Λεξικό Φυτολογικό, σελ. 512, Αθήνα 1914
5. Gunther R.T., “The Greek herbal of Dioscurides” Oxford, Oxford University Press p.701 1934
6. Tecoz Η., Reutter L., Vade Mecum. De Matiere Medicale p.205 1943
7. Polunin Ο., Flowers of Greece and the Balkans p.340 Oxford Press. 1980






Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

2. Δίκταμος ή έρωντας ή σταματόχορτο Σύμβολο της κρητικής βλάστησης.


Origanum dictamnus

Ο έρωντας εφύτρωξε στου Δία το Μιτάτο,
γι αυτό ‘ναι όμορφο φυτό, λουλούδι μυρωδάτο
Δίκταμος, δίκταμνος (Δίκτης + θάμνος), δηλαδή θάμνος του Δίκτη ή,
Δίκταμος, δίκταμνος (Δίκτης + αμνός), δηλαδή αμνός του Δίκτη (λόγω του τριχωτού των φύλλων του φυτού)
Ο μύθος και οι ιστορικές αναφορές
Αφιερωμένος στη Μινωική θεότητα Ειλειθυία ή Ειλείθυια κόρη του Διά και της Ήρας, που λατρευόταν Κρήτη ως σύμβολο της μητρότητας και της γονιμότητας, γιατί το φυτό, όπως και εκείνη, βοηθούσε τις γυναίκες στον τοκετό. Για το λόγο αυτό και το άγαλμα της θεάς ήταν στεφανωμένο με το φυτό αυτό.
Οι Μινωίτισες το χρησιμοποιούσαν για να έχουν καλή γέννα και για να ρυθμίζουν τον κύκλο της εμμήνου ρήσης.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει μεταξύ των άλλων, ότι οι αίγες όταν χτυπιόνταν από τα βέλη των κυνηγών αναζητούσαν το φυτό στα βουνά της Κρήτης, για να το φάνε και να γιατρευτούν από το χτύπημα.
Ο πατέρας της φαρμακογνωσίας, Διοσκουρίδης (77 μ.Χ.), αναφέρει ότι όταν το φυτό καταπίνεται, τότε εκτινάσσει τα πεθαμένα έμβρυα. Ακόμα, τονίζει ότι η μυρωδιά του διώχνει έντομα και ερπετά.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το φυτό αυτό διευκολύνει τον τοκετό, είναι εμμηναγωγό, εκβάλλει τα βέλη, είναι επουλωτικό των πληγών, θεραπεύει τα έλκη και τα κατάγματα των οστών, προφυλάσσει από τα δήγματα ζώων που έφεραν ιούς και δρα θεραπευτικά ενάντια σε αυτούς. Επιπλέον, θεωρούσαν ότι είναι αντιλυσσικό, είναι φάρμακο των νεύρων και ευεργετικό για τις αρθρίτιδες και τις ρευματικές παθήσεις. Ακόμα, το είχαν ως αποτελεσματικό κατά των κεφαλαλγιών και των πόνων του σπληνός και του στομάχου. [Γκανιάτσας 1966].
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
 Οικογένεια : Labiatae
Γένος : Origanum
Είδος : dictamnus
Ο δίκταμος είναι νανοφυές φρύγανο, ενδημικό φυτό της Κρήτης, «σκαρφαλωμένο» και ριζωμένο σε σχισμές κατακόρυφων βράχων, σε περιοχές με υψόμετρο 0 – 1800 μέτρα. Έχει ανακαμπτόμενους βλαστούς, με γκριζοπράσινα χνουδωτά και βελούδινα φύλλα, που φύονται ανά δύο σε κάθε γόνατο του βλαστού του, σταυρωτά τοποθετημένα ως προς τα υπερκείμενα και τα υποκείμενα ζευγάρια. Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λευκού ως εριώδους τριχώματος στα φύλλα και στον βλαστό. Τα φύλλα του με δικτυωτή νεύρωση, σχεδόν στρογγυλά έως ωοειδή, με αποστρογγυλεμένη ή ελαφρώς καρδιόσχημη βάση και μίσχους που στα ανώτερα φύλλα έχουν μήκος μέχρι 1,5 mm ενώ στα κατώτερα είναι μεγαλύτερα και φτάνουν τα 4-5 mm. μέσο ύψος 30-40 εκ. Τα άνθη του σε λεία ταξιανθία (στάχυς), μήκους 10-25 mm, με στρογγυλά έως ωοειδή άμισχα βράκτια, κεραμιδοειδώς επικαλυπτόμενα, με διακριτικό βιολετί χρώμα, με μικρό πράσινο σωληνοειδή κάλυκα και στεφάνη πορφυρή, δίχειλη με δύο λοβούς στο άνω και τρείς στο κάτω χείλος, διακοσμούν τις ορθοπλαγιές στα φαράγγια και στις απότομες βραχώδεις εξάρσεις στα βουνά της Κρήτης. Η ευχάριστη αρωματική οσμή των αιθερίων ελαίων του, αποθηκευμένων στους ειδικούς αδένες του βλαστού, των φύλλων και των ανθέων του, ανακατεύεται με τις άλλες αιθέριες μυρουδιές της κρητικής βλάστησης. Το ύψος των φυτών και οι διαστάσεις των φύλλων ποικίλουν με το υψόμετρο της εξάπλωσης. Στα μεγάλα υψόμετρα συναντούμε μικρότερο ύψος και μικρότερα φύλλα.
Συγγενή είδη
Origanum calcaratum     Ενδημικό ανατολικού Αιγαίου
Origanum symes              Ενδημικό ανατολικού Αιγαίου
Origanum cordifolium     Ενδημικό Κύπρου
Πανάκεια των ασθενειών
Το Δίκταμο από την Μινωική εποχή εθεωρείτο σαν το πολυτιμότερο φαρμακευτικό φυτό. Χρησιμοποιείται η δρόγη του και το αιθέριο έλαιο. H δρόγη αποτελείται κυρίως από τα φύλλα και τις ταξιανθίες.
Το αφέψημα της δρόγης χρησιμοποιείται για πονοκεφάλους, νευραλγίες , κατά της ουλίτιδας και του πονόδοντου, κατά της αμυγδαλίτιδας, του κρυολογήματος, του βήχα και του πονόλαιμου, των στομαχικών διαταραχών. Χρησιμοποιείται επίσης ως σπασμολυτικό, ως τονωτικό και διεγερτικό του νευρικού συστήματος, ως διουρητικό, για τις παθήσεις του ήπατος αλλά και ως εμμηναγωγό. Τέλος αναφέρεται ότι έχει σηπτικές και αφροδισιακές ιδιότητες (ίσως από αυτές τις ιδιότητες προέρχεται και το όνομα έρωντας).
Οι παλαιότεροι το χρησιμοποιούσαν με τη μορφή καταπλάσματος σαν αιμοστατικό και επουλωτικό, γι' αυτό ακούγεται και με το όνομα σταματόχορτο.
Στα χρόνια του Μεσαίωνα, όποιος ήθελε να δηλώσει την αγάπη, ανέβαινε στα βουνά, σε βράχια απόκρημνα, έκοβε το πιο όμορφο μάτσο και το πρόσφερε στην αγαπημένη του.
Χημικά συστατικά - Αιθέριο έλαιο
Το αιθέριο έλαιο του δίκταμου, που βρίσκεται στα φύλλα και τις ταξιανθίες, περιέχει 46 διαφορετικά συστατικά, με κυρίαρχα τη θυμόλη, καρβακρόλη και καμφορά, ουσίες που προσδίδουν στο φυτό τις θεραπευτικές του ιδιότητες, καθώς επίσης και πουλεγόνη, που του δίνει τις αρωματικές του ιδιότητες και χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό ορισμένων ποτών, Τα φύλλα του φυτού είναι πλούσια σε λιπίδια.
Πηγές :

Κώστας Οικονομάκης
Dictionary of Greek and Roman biography and mythology
ΤΕΖΙΑΣ Σ. ΣΩΤΗΡΙΟΣ Α.Π.Θ.
ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΜΠΟΣΑΜΠΑΛΙΔΗΣ, Εργαστήριο Βοτανικής Α.Π.Θ.
ΚΟΚΚΙΝΗ




Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

1. «πηγουνιά η βασίλισσα των βοτάνων»


                                               paeonia glusii
Ο μυθικός Παίωνας, (το όνομα του, σε πήλινη πλάκα της Κνωσσού), μαθητής του γιατρού των Θεών Ασκληπιού, θεράπευσε στον Όλυμπο τον Άδη και τον Άρη με καταπραϋντικό βάλσαμο, μετά τον τραυματισμό τους στην μάχη της Τροίας.
Το όνομα του Παίωνα, δόθηκε από τους αρχαίους, στο φυτό παιωνία, που σήμερα λέγεται πηγουνιά.
Ο γιατρός και φαρμακοποιός Διοσκουρίδης, δίνει λεπτομερή περιγραφή της παιωνίας, με τα παλαμοειδή φύλλα και τους μακρουλούς καρπούς με τους κόκκινους και μαύρους σπόρους. Σύμφωνα μάλιστα με τις συνταγές του, 10 ή 12 κόκκινοι σπόροι θεραπεύουν το έλκος του στομάχου, με μαύρους σπόρους θεραπεύεται ο εφιάλτης, η ρίζες του φυτού βοηθούν στην μαιευτική ή γιατρεύουν τους πόνους του στομάχου, τις δηλητηριάσεις, τον ίκτερο και τις παθήσεις των νεφρών και της κύστης. Ο ιστορικός και φιλόσοφος Πλίνιος συνιστούσε τους κόκκινους σπόρους σαν αιμοστατικό και τους μαύρους για τα γυναικεία νοσήματα. Ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας χαρακτηρίζει το φυτό ως “πασάων βοτανέων βασιληίδα”. Κατά τον Μεσαίωνα οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν σκόνη από τους σπόρους της, σχεδόν σε κάθε φαρμακευτικό σκεύασμα. Στην σύγχρονη ιατρική, η Παιώνια θεωρείται ότι έχει αναλγητικές και ηρεμιστικές ιδιότητες.
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
Οικογένεια : Paeoniaceae
Γένος : Paeonia
H παιώνια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα αυτοφυή αγριολούλουδα της χώρας μας. Η κοινή της ονομασία διαφέρει από τόπο σε τόπο. Στην περιοχή του Λασιθίου την αποκαλούν αγριοροδαρά, στα Λευκά όρη ψευθιά, στην Ζάκυνθο νεράιδα, σε άλλες περιοχές πηγουνιά, παγώνι, τσαλαπετεινό, τριαντάφυλλο του βουνού, αψουνιά και αγριομαντζουράνα.
Πολυετές, ποώδες φυτό των ορεινών κυρίως περιοχών. Προτιμά ασβεστολιθικά εδάφη και και σκιερά τοπία. Το υπέργειο τμήμα της ξεραίνεται μετά την ανθοφορία. Έχει βλαστό συνήθως κοκκινωπό και λείο στα περισσότερα είδη. Τα φύλλα της είναι δηλητηριώδη, πάντα σύνθετα, δις τρισχιδή, με πολλές διαιρέσεις. Τα άνθη φυτρώνουν ανά ένα σε κάθε βλαστό και τα πέταλα ποικίλουν σε μέγεθος, σχήμα και αριθμό, καθώς και σε χρώμα, από λευκά έως μελανοπόρφυρα. Οι στήμονες είναι πολυάριθμοι, με κίτρινους ανθήρες, και τα στίγματα ρόδινα, ενώ ο καρπός αποτελείται από χνουδωτούς θυλάκους σε σχήμα αμυγδάλου, γεμάτους μεγάλα, στρογγυλά, μαύρα γόνιμα και κόκκινα άγονα σπέρματα. Το φυτό που πολλαπλασιάζεται από τους μαύρους σπόρους θα ανθίσει σε 4-5 χρόνια.
Στην Ελλάδα, αναγνωρίζονται σήμερα τα εξής είδη και υποείδη:
1. Παιώνια του Κλούζιους (Paeonia clusii). Είναι ενδημική της Κρήτης και της Καρπάθου, με άνθη λευκά που μυρίζουν σαν γαρύφαλλο και φύλλα με πολλές υποδιαιρέσεις. Ανθίζει Απρίλιο και Μάιο.
2. Παιώνια η εξωτική (Paeonia peregrina). Έχει έντονα πορφυρά κυπελλοειδή άνθη, ανθίζει Απρίλιο-Μάιο και απαντάται στη βόρειο Ελλάδα, στη Λευκάδα και στη Φθιώτιδα.
3. Παιώνια του Παρνασσού (Paeonia parnassica). Έχει μελανοπόρφυρα άνθη, και ανθίζει τον Μάιο. Ευδοκιμεί στον Παρνασσό και τον Ελικώνα και είναι ενδημική και απειλούμενη.
4. Παιώνια της Ρόδου (Paeonia rhodia). Eνδημική του νησιού και απειλούμενη, με λευκά, επίσης, άνθη. Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την προηγουμένη και ανθίζει Φεβρουάριο και Απρίλιο
5. Παιώνια η αρσενική (Paeonia mascula). Απαντάται σε μεγάλη ποικιλομορφία, και παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, αλλά σε λίγες σχετικώς τοποθεσίες.
6. Παιώνια η ελληνική (Paeonia mascula ssp hellenica), με άνθη λευκά ή σπανίως ροδόλευκα ή με ρόδινη απόχρωση στη βάση των πετάλων. Ανθίζει τους μήνες Απρίλιο-Μάιο και έχει εξάπλωση στον Ταΰγετο, την Πάρνηθα, την Aνδρο και, κυρίως, την Εύβοια, με παραλλαγή και στην Ικαρία.
7. Η Paeonia mascula ssp mascula, με άνθη ρόδινα. Ανθίζει Απρίλιο-Μάιο στον Ελικώνα, τη Λέσβο και τη Σάμο.

8. Παιώνια η τρισχιδής (Paeonia mascula ssp triternata), με άνθη ρόδινα. Έχει βρεθεί μόνο στο Μενοίκιο της ανατολικής Μακεδονίας. Ανθίζει τον Μάιο
9. H Παιώνια του Ρούσσο (Paeonia mascula ssp russi), με πρώιμη ανθοφορία τους μήνες Μάρτιο-Απρίλιο, και άνθη ρόδινα έως ροδινοϊώδη. Τη βρίσκουμε στην Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο και τα Ακαρνανικά Oρη.
ΠΗΓΕΣ

Θ. Αραμπατζής (Ανέκδοτες σημειώσεις)
Phitos,D., Strid,A., Snogerup,S. και Greuter,W. (εκδ.), «The Red Data Book of rare and threatened plants of Greece», Αθήνα, 1995.
Stearn,W. και Davis,P., «Παιώνιες της Ελλάδος», Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Κηφισιά, 1984.
Τζανουδάκης Δ., «Κυτταρολογική μελέτη του γένους Paeonia L. εν Ελλάδι», Πάτρα, 1977.